
Μιά φορά κι ενάν καιρό κάπου σ’ ένα παραμύθι με το κουκί και το ρεβύθι ...
εκεί μέσα στο ξέφωτο του δάσους χάθηκε ένα κορίτσι...
Μέρες τρείς και νύχτες δέκα, την εψάξαν γύρω –γύρω ,
Μα κανείς δεν είχε κάτι να τους πεί
Λες και την καταπιέ η γή ...
Ρώτησαν την ανεμώνη ,ρώτησαν και το σοφό παγώνι
Ρώτησαν κι έναν λαγό
που ‘τυχε να περνάει από ‘κει ,
μα κι αυτός τους είπε πως καιρό είχε να την δει...
Ανησύχησε όλο το χωρίο , μην μπορώντας να πιστέψει
πως την εκατάπιε η γη και μείναν τώρα μοναχοί ...
Τους έλειψαν τα μάτια της τα πράσινα ,το γέλιο το κελαριστό
που αντηχούσε σ’όλο το μπλογκοχωριό ...
Να’ ταν απόφαση συνειδητή ή μήπως η μοίρα η κακή ;
Να ξεστράτησε κι εχάθη ή μη την επήρε η μάγισσα η κακιά
Αυτή που λένε τα παιδιά
μα κι αυτός τους είπε πως καιρό είχε να την δει...
Ανησύχησε όλο το χωρίο , μην μπορώντας να πιστέψει
πως την εκατάπιε η γη και μείναν τώρα μοναχοί ...
Τους έλειψαν τα μάτια της τα πράσινα ,το γέλιο το κελαριστό
που αντηχούσε σ’όλο το μπλογκοχωριό ...
Να’ ταν απόφαση συνειδητή ή μήπως η μοίρα η κακή ;
Να ξεστράτησε κι εχάθη ή μη την επήρε η μάγισσα η κακιά
Αυτή που λένε τα παιδιά
πως είναι δυό μέτρα αψηλή , με ένα μάτι και κουτσή ...
Και την κρατάει πάνω στον πύργο μακριά
Ποτίζοντάς την λησμονιά ...
Επέσε που λέτε κι ό χειμώνας , ήρθανε τα ξεροβόρια
Τα τσουκάλια πάνω στις φωτιές ν’ αχνίζουν
κι οι λέβέντες γύρω-γύρω να καπνίζουν ...
Και την κρατάει πάνω στον πύργο μακριά
Ποτίζοντάς την λησμονιά ...
Επέσε που λέτε κι ό χειμώνας , ήρθανε τα ξεροβόρια
Τα τσουκάλια πάνω στις φωτιές ν’ αχνίζουν
κι οι λέβέντες γύρω-γύρω να καπνίζουν ...
Αράγε την άνοιξη την κατοπινή ποιός γι’αυτήν πάλι να ρωτήσει ;
Ποιός μάτια πράσινα να θυμηθεί ;
Ποιός να ψάξει πάλι στο ξέφωτο για να την βρεί ;